- Σέλινγκ, Φρήντριχ Βίλχελμ Γιοζεφ
- (Schel-ling). Γερμανός φιλόσοφος (Λέομπεργκ, Βύρ-τεμπεργκ 1775 - Ραγκάτς, Σανκτ Γκάλεν 1854). Μαζί με το Φίχτε και το Χέγγελ, αποτελούν τη μεγάλη τριάδα του νεώτερου ιδεαλισμού. Μετά τις πρώτες σπουδές του στο θεολογικό σεμινάριο του Τύμπινγκεν, όπου έγινε φίλος με το Χαίλντερλιν και το Χέγγελ, στράφηκε προς τη μελέτη των μαθηματικών και των φυσικών επιστημών. Με τη βοήθεια του Γκαίτε, έγινε καθηγητής στην Ιένα σε ηλικία μόλις 23 ετών κι εκεί συνδέθηκε με το Σλέγκελ, τον Τηκ και το Νοβάλις. Από τα πολλά έργα του της περιόδου της Ιένας, που ήταν η γονιμότερη της ζωής του, πρέπει να αναφερθούν: Η ψυχή του κόσμου, (1798), Πρώτο σχεδίασμα ενός συστήματος φιλοσοφίας της φύσης (1799), Το σύστημα του υπερβατικού ιδεαλισμού (1800), Ο Μπρούνο ή η φυσική και θεία αρχή των πραγμάτων (1802). Το 1803 πήγε να διδάξει στο Βύρτσμπουργκ, όπου έμεινε ως το 1806. Στην περίοδο αυτή ανήκει η έκδοση του έργου του Φιλοσοφία και θρησκεία (1804), που σημειώνει ένα νέο προσανατολισμό στη σκέψη του Σ. προς φιλοσοφικοθρησκευτική κατεύθυνση. Ο προσανατολισμός αυτός ενισχύθηκε παραπέρα στις Φιλοσοφικές έρευνες για την ουσία της ανθρώπινης ελευθερίας (1809). Το 1806 πήγε στο Μόναχο, όπου έμεινε, εκτός από λίγα χρόνια που δίδαξε στο Ερλάνγκεν, ως το 1841, οπότε τον κάλεσαν να διαδεχτεί το Χέγγελ στην έδρα της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Μαρτυρίες της τελευταίας αυτής φάσης της σκέψης του, όπου κυριαρχούν μυστικοθρησκευτικά ενδιαφέροντα, είναι η Φιλοσοφία της μυθολογίας (1857), και η Φιλοσοφία της αποκάλυψης (1856), που δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό του από το γιο του. Η πρωτοτυπία της σκέψης του Σ., στο πλαίσιο του κλασικού γερμανικού ιδεαλισμού, βρίσκεται - κυρίως στην πρώτη φάση της - στην έντονη φυσιοκρατική - αισθητική ανάλυση. Η απεριόριστη υποκειμενικότητα, το «απόλυτο Εγώ» του Φίχτε, δεν μπορεί να εξηγήσει, λέγει ο Σ., τη γέννηση του φυσικού κόσμου. Στη φιλοσοφία του Φίχτε η φύση παρουσιάζεται ως απλό και σαφές εσωτερικό όριο του σκεπτόμενου υποκείμενου: είναι ένα πλασματικό και προσωρινό εμπόδιο, που το Εγώ δημιουργεί για τον εαυτό του, για να μπορέσει να αναπτυχθεί με το ξεπέρασμα του. Με τον τρόπο αυτό όμως η φύση χάνει κάθε αυτόνομο χαρακτήρα και παύει να είναι πραγματικότητα που προϋπάρχει της σκέψης. Εναντίον αυτής της εκμηδένισης της φύσης, ο Σ. βεβαιώνει ότι η υπέρτατη αρχή δεν πρέπει να νοείται μόνο ως αρχή του υποκειμενικού άπειρου του Φίχτε, αλλά και ως αρχή του αντικειμενικού άπειρου του Σπινόζα. Το απόλυτο ή θεός, με άλλα λόγια, είναι συγχρόνως υποκείμενο και αντικείμενο, νους και φύση: είναι η ταυτότητα ή το «αδιάφορο» και των δύο. Η φύση, επομένως, δεν είναι απλούστερα το Μη - Εγώ, κατά τον τρόπο του Φίχτε, αλλά είναι μια ζωντανή οντότητα, αυτόνομη, που εμπεριέχει μια δική της εσωτερική λογικότητα. Η φύση, με λίγα λόγια, είναι η ίδια πνεύμα· πνεύμα ακόμα ασυνείδητο, αλλά που κινείται προς τη συνείδηση. Σκοπός της φιλοσοφίας είναι να δείξει πως αυτή η αντικειμενική πνευματική πραγματικότητα, που δεν έχει συνείδηση του εαυτού της, όπως είναι η φύση, αναπτύσσεται προοδευτικά ως το σημείο που φτάνει στην πλήρη συνείδηση του εαυτού της. Απ’ αυτό προέρχεται μια διαίρεση της φιλοσοφίας σε δύο βασικές φάσεις: τη φιλοσοφία της φύσης και τον υπερβατικό ιδεαλισμό. Η πρώτη φάση είναι η μελέτη των σταδίων μέσω των o-ποίων το απόλυτο πραγματώνεται μέσα στη φύση, ενώ η δεύτερη είναι η μελέτη του τρόπου με τον οποίο το πνεύμα κατορθώνει να ξαναβρεί τον εαυτό του. Μέσω της ζωής και της οργάνωσης, η φύση τείνει να δημιουργήσει τη συνείδηση και την ελευθερία. Αλλά το κατορθώνει γιατί είναι ήδη στην ουσία της πνευματικότητας συνείδηση: μολονότι είναι, όπως έχει διευκρινιστεί, συνείδηση ακόμα σκοτεινή και αγνοεί τον εαυτό της. Το λάθος της επιστήμης της φύσης, όπως εξελίχθηκε από το Γαλιλαίο ως το Νεύτωνα, βρίσκεται στο γεγονός - λέγει ο Σ. - ότι προσπάθησε τεχνητά να αναγάγει τη φύση σε μηχανικούς τύπους, αγνοώντας τις «παραγωγικές δυνάμεις» και την εσωτερική σκοπιμότητα που δρουν μέσα της. Αλλά οι ίδιες οι ανακαλύψεις της φυσικής της εποχής, ιδιαίτερα των ηλεκτρικών φαινόμενων από τον Γκαλβάνι και το Βόλτα, απόδειχναν, κατά το Σ., ότι ο παλιός μαθηματικός μηχανισμός είχε ξεπεραστεί και ότι η εποχή είναι ώριμη για τη δημιουργία μιας νέας φυσικής, της «θεωρητικής». Στο κέντρο αυτής της νέας φυσικής υπάρχει η έννοια της «δύναμης». Ο ουσιαστικός πυρήνας της φύσης βρίσκεται σ’ ένα δυϊσμό ή «πολικότητα», που εκδηλώνεται κυρίως στα ηλεκτρικά φαινόμενα όπου υπάρχουν, όπως είναι γνωστό, δύο τύποι φορτίου, το θετικό και το αρνητικό. Όλες οι φυσικές «δυνάμεις» έχουν την πολική αυτή δομή· είναι η σύνθεση δύο αντίθετων τάσεων, ο καρπός μιας προσωρινής ισορροπίας, που γεννά άλλες συνθέσεις και άλλες αναπτύξεις. Ανάλογες, και ωστόσο διαφορετικές μεταξύ τους, οι «δυνάμεις» αυτές ταξινομούνται σύμφωνα με τρεις βασικούς βαθμούς: εκείνον που αντιπροσωπεύεται από τις στοιχειώδεις δυνάμεις της «έλξης» και «απώθησης», όπως η δύναμη της βαρύτητας· εκείνον που εκφράζεται στα φαινόμενα του ηλεκτρισμού, του μαγνητισμού και των χημικών διαδικασιών· και, τρίτον, εκείνον που αντιπροσωπεύεται από τις οργανικές δυνάμεις, που φτάνει ως την αισθαντικότητα, δηλαδή ως το κατώφλι της συνειδητής ζωής. Αυτή ολόκληρη η πολικότητα χαρακτηρίζει, κατά το Σ., και τη φάση της συνειδητής ζωής, δηλαδή τη φάση εκείνη κατά την οποία το πνεύμα, από ασυνείδητο που ήταν, φτάνει στο σημείο v’ αποκτήσει συνείδηση του εαυτού του. Πραγματικά, και σε αυτήν επίσης τη φάση η σχέση υποκείμενου - αντικείμενου αναπτύσσεται μέσα από τάσεις ή βαθμούς στους οποίους αντιστοιχούν οι τρεις χαρακτηριστικές ενέργειες της συνειδητής ζωής: οι ενέργειες της γνώσης, της δράσης και της τέχνης. Και πραγματικά, ενώ στη συνείδηση η υποκειμενικότητα τείνει να παρουσιαστεί ως εξίσωση και συμφωνία με μια αντικειμενική πραγματικότητα που υπάρχει πριν από αυτήν, στην πρακτική δράση η σχέση αντιστρέφεται με την έννοια ότι, τη φορά αυτή, το υποκείμενο είναι εκείνο που προσπαθεί να προσαρμόσει το αντικείμενο προς αυτό. Στην κορυφή και ως σύνθεση των αντιθετικών αυτών διακυμάνσεων, ο Σ. τοποθετεί την τέχνη, που τη θεωρεί γνήσιο ρομαντικό πνεύμα, το μόνο «όργανο» που είναι ικανό να μας αποκαλύψει τη γνώση ή, καλύτερα, τη διαισθητική επαφή με το απόλυτο. Η τέχνη είναι το μόνο μέσον που επιτρέπει να συλλάβουμε αυτή την ταύτιση υποκείμενου και αντικείμενου, ιδανικού και πραγματικότητας, συνειδητού και ασυνείδητου, ελευθερίας και ανάγκης, που αποτελεί το απόλυτο: γιατί το δημιουργικό πνεύμα είναι μαζί «τεχνίτης» και «ποιητής», συνειδητός δημιουργός και χωρίς επίγνωση δημιουργός, δημιουργός με τη διπλή έννοια που είναι ο άνθρωπος και η φύση. Η αισθητική διαίσθηση, όπως υλοποιείται στο έργο μιας μεγαλοφυΐας, που είναι πάντα αισθητική μεγαλοφυΐα, ακόμα κι όταν εκδηλώνεται στην επιστήμη, είναι το αληθινό όργανο της φιλοσοφίας: αφού, αντίθετα από τη μόνο διανοητική γνώση που διαιρεί και χωρίζει, η διαίσθηση έχει τη δύναμη να μας παρουσιάζει τα πράγματα όπως είναι καθ’ αυτά, δηλαδή στο θεό και στο απόλυτο, στο αδιαχώριστο των «ιδεών» και των «αισθητών οντοτήτων». Οι «ιδέες», με λίγα λόγια, είναι ο ίδιος ο θεός με ειδική ή αισθητή μορφή· επομένως κάθε ιδέα είναι θεός, έστω και ένας ιδιαίτερος θεός. Από αυτό προκύπτει ότι αυτά που για τη φιλοσοφία είναι ιδέες, για την τέχνη είναι θεότητες, δηλαδή προσωπικές και ζωντανές οντότητες. Απ’ αυτή τη βαθιά αλληλοδιείσδυση της φυσικής ζωής και της θείας, που στην πρώτη φάση της φιλοσοφίας του ο Σ. την εννοεί κυρίως ως τελειότητα και ομορφιά, προχωρεί σιγά - σιγά στην εμβάθυνση της θεοσοφικής και θρησκευτικής προβληματικής, που χαρακτηρίζει τη δεύτερη και κυρίως την τελευταία φάση της φιλοσοφίας του. Ο κόσμος της ύλης νοείται τώρα, κατά τον τρόπο του Πλάτωνα, ως συνέπεια μιας πτώσης, μιας απομάκρυνσης από τη θεία ζωή. Επειδή όμως, όπως ξέρουμε, η ύλη βρίσκεται μέσα στο ίδιο το απόλυτο, πρέπει κι αυτή η δυνατότητα της πτώσης και του κακού να υπάρχει ήδη στο θεό. Εδώ ο Σ. επαναλαμβάνει μερικά θέματα του μυστικισμού του Γιάκομπ Μπαίμε. Στο θεό υπάρχει όχι μόνο το είναι, αλλά, ως θεμέλιο αυτού του είναι, υπάρχει ακόμα ένα υπόστρωμα ή φύση που είναι σαν ένα αβυσσαλέο βάραθρο, μια σκοτεινή απληστία, ένας ασυνείδητος πόθος εξόδου από το σκοτάδι προς το φως. Η οδύσσεια μέσα απ’ την οποία το πνεύμα, που είναι ασυνείδητο πνεύμα ή φύση, γίνεται έπειτα αυτοσυνείδητο πνεύμα, εγκατασταίνεται τώρα στην ίδια την καρδιά της θεότητας, που εμφανίζεται έτσι στο Σ. ως σκοτεινή πάλη και πόνος, μέσα από τα οποία ο θεός γίνεται θεός νικώντας μέσα του τις δυνάμεις του κακού και της αταξίας. Αποκορύφωμα της γερμανικής ρομαντικής φιλοσοφίας, η σκέψη του Σ. φαίνεται εδώ να ανατρέπει και να απαρνείται τα ζωτικότερα θέματα της νεανικής του σκέψης. Η λατρεία της «αρμονίας», της οργανικής αλληλοδιείσδυσης «φύσης» και «πνεύματος», που σύμβολο της για το Σ., όπως και για το Χαίλντερλιν και το νεαρό Χέγγελ, είναι η αρχαία Ελλάδα, καταλήγει στην επανάληψη των σκοτεινότερων θεμάτων της μυστικιστικής παράδοσης και γίνεται έτσι η πρώτη αρχή για τους νεώτερους χρόνους αυτής της «καταστροφής του λογικού», στην οποία θα βοηθήσουν, κατά το 19o αλλά και στο δικό μας αιώνα, πολλά ρεύματα της γερμανικής φιλοσοφίας. O φιλόσοφος Φρίντριχ Σέλινγκ: προσωπογραφία του Γ.Κ. Στίλερ (Βαυαρική Κρατική Συλλογή Προσωπογραφιών, Μόναχο).
Dictionary of Greek. 2013.